- νουνός
- ο, θηλ. νουνάβλ. νονός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νουνός — ο θηλ. νουνά βλ. νονός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
νονός — και νοννός και νουνός, ο, θηλ. νονά και νουνά (Μ νονός) παράνυμφος, κουμπάρος νεοελλ. 1. ο ανάδοχος σε βάπτιση 2. άνθρωπος τού υποκόσμου που επιβάλλει εκβιαστικά αντί αμοιβής την προστασία του σε διαφόρους επιχειρηματίες («ο νονός τής νύχτας»).… … Dictionary of Greek
nun — NUN, Ă, nuni, e, s.m. şi f. Nume dat, în ziua căsătoriei, fiecăreia dintre persoanele care asistă pe miri la cununia religioasă şi care sunt solicitate să îndeplinească obligaţiile cerute de ritualul creştin; (la pl.) bărbatul şi femeia care… … Dicționar Român
βαφτίζω — ισα, ίστηκα, βαφτισμένος 1. δίνω το κύριο όνομα σε κάποιον τελώντας το μυστήριο της βάφτισης: Την ερχόμενη Κυριακή βαφτίζουμε το παιδί. 2. γίνομαι ανάδοχος, νουνός: Θα βαφτίσω τον ανιψιό μου. 3. δίνω σε κάποιον παρατσούκλι: Τα παιδιά τον βάφτισαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαφτιστής — ο ο ανάδοχος, ο νουνός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουμπάρος — ο θηλ. κουμπάρα (λ. βενετ.) 1. ο παράνυμφος. 2. νουνός. 3. φιλική προσφώνηση που απευθύνεται και προς άγνωστους ακόμη χωρικούς: Γεια σου, κουμπάρε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νονός — νονός, ο και νουνός, ο θηλ. ά (λ. λατ.), που βαφτίζει παιδί, αλλ. ανάδοχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)